Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι, στη μοναξιά και στη σιωπή,
ξέρω μια Πολεοδομία, πώς θα περάσω από κει;
Ακούω για κάτι Πολεοδόμους, που κάνουν…μαύρες αρπαχτές,
το λένε όλα τα Κανάλια, στη διαπασών από προχτές.
Ξέρω στη χώρα τη μεγάλη, Υπηρεσίες μία δυό,
που αντί να έχει υπαλλήλους, έχει ένα τσούρμο αληταριό.
Ξέρω ένα όμορφο ακρογιάλι, στην ξακουστή Χαλκιδική,
μα έχει φωτιά Πολεοδόμους, όπου σού βγάζουν το βρακί.
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι, να κάνω εκεί διακοπές,
μα, μού ζητάνε να…περάσω, με τσέπες λίρες φουσκωτές.
Αλλιώς, την Άδεια ας ξεχάσω, που θέλει μια υπογραφή,
δυο τρία χρόνια ας περιμένω κι αμφίβολο άμα θα βγει.
Μα εγώ το θέλω το σπιτάκι, αλλά δεν έχω τον παρά,
σκέφτομαι, με μια καραμπίνα, θα μου την δώσουν μια χαρά.
Αυτό όμως άμα το κάνω, θα πάω σίγουρα φυλακή,
τότε να…χέσω το σπιτάκι και όλη τη Χαλκιδική.
Γι’ αυτό θα πάω στο Σούπερ Μάρκετ, να πάρω πάνινη σκηνή
και θα τη στήσω στο ακρογιάλι και θα μού βγει και πιο φτηνή.
Και άμα έρθει ο Πολεοδόμος, να μου ζητήσει τα χαρτιά,
θα τονε βάλω να μού σκάψει…απόπατο στην αμμουδιά.
Θα του πω, φέρε μου μια βρύση, να έχω πόσιμο νερό
και θα του πω κρυφά στο αυτί του, πως…νόμιμα οπλοφορώ!
Θα του πω, ξέχασε τις μίζες, τσακίσου και μην ξαναρθείς
κι άμα τολμήσεις να μιλήσεις, τότε από μένα θα το βρεις!
Θέλω να χτίσω ένα σπιτάκι, στο ακρογιάλι εκεί σιμά,
μα δε μ’ αφήνουν, βόηθησέ με, ποιητή Κωστή Παλαμά!
Που ήθελες ένα σπιτάκι, στη μοναξιά και στη σιωπή,
τώρα στην Πολεοδομία, θα ένιωθες πολλή ντροπή!
Θα σου γυρεύανε χαράτσι, με πρόσωπο γαϊδουρινό
κι ας ήθελες ένα σπιτάκι, να έχτιζες μες στο βουνό!
Κι εσύ θα γούρλωνες τα μάτια, θεέ μου αν είναι δυνατόν,
να μού ζητάνε να λαδώσω, το σύνταγμα των πειρατών!
Δε σας τα δίνω κερατάδες, κι ας μη χτίσω καμιά φορά,
θα στρώσω μόνο μία ψάθα, για να ξαπλώνω μια χαρά!
Και τ’ όνειρό σου, το σπιτάκι, θα το ’χες μόνο στο μυαλό,
γιατί Κωστή θα είχες μπλέξει, μ’ ένα κύκλωμα σκοτεινό!
Τους πιάσαν άντρες και γυναίκες, στη φυλακή τούς οδηγούν
και άλλους, λέει, κάπου ογδόντα κι αυτούς σύντομα θα τους βρουν!
Εκατομμύρια μαζέψαν, το φαγοπότι τρομερό
κι εγώ να ιδώ την τιμωρία, μ’ αμφιβολία καρτερώ!
Μήπως τα κάνουνε «πλακάκια» και βγούνε και πανωλαδιά
και πούν’ στο τέλος, ήταν λάθος, αθώα είναι τα παιδιά!
Γιατί στη χώρα της ελαίας, που κοκκινίζει η σταφυλή,
το ψέμα, πλέον και η απάτη και το ρουσφέτι μόνο ανθεί!
Πολεοδόμοι κι άλλοι κι άλλοι, όλοι τα χέρια σου κοιτούν,
μόλις πάρουν το φακελάκι, αμέσως σε ταχτοποιούν!
Κι αλίμονό σου αν δεν έχεις, δε σε γνωρίζει πια κανείς,
θα ’λεγε ο Άγγελος ο Βλάχος, πού είναι η γη η Ελληνίς;
Κωστή και Άγγελε, σας λέω, η αγαπημένη σας η γη,
έγινε χώρα που τη λένε, «πάμε, παιδιά και όπου βγει»!
Υ.Γ. Καλές Γιορτές σε όλο τον κόσμο!!!
Βασίλης Μυλωνάς, Ξεριάς, 13/12/2024
© Urheberrecht. Alle Rechte vorbehalten.
Wir benötigen Ihre Zustimmung zum Laden der Übersetzungen
Wir nutzen einen Drittanbieter-Service, um den Inhalt der Website zu übersetzen, der möglicherweise Daten über Ihre Aktivitäten sammelt. Bitte überprüfen Sie die Details in der Datenschutzerklärung und akzeptieren Sie den Dienst, um die Übersetzungen zu sehen.